αβομβάρδιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβομβάρδιστος < α- στερητικό + βομβαρδίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αβομβάρδιστος
- που δεν έχει βομβαρδιστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβομβάρδιστος
|