αγεφύρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αγεφύρωτος -η -ο
- (κυριολ.) που δεν έχει ή δεν μπορεί να συνδέσει δύο άκρα με γέφυρα
- αγεφύρωτο ποτάμι
- (μεταφ.) που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διαφορά ή διάσταση απόψεων
- μάς χωρίζει αγεφύρωτο χάσμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγεφύρωτος