αγλωσσοφάγωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγλωσσοφάγωτος < α- + γλωσσοτρώγω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αγλωσσοφάγωτος
- που δεν τον έχουν γλωσσοφάει
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγλωσσοφάγωτος
|