αγριεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣɾi.eˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐ε‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]αγριεμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αγριεύω, που έχει αγριέψει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγριεμένος
|