αγριόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγριόφωνος < αρχαία ελληνική ἀγριόφωνος < ἄγριος + φωνή
Επίθετο
[επεξεργασία]αγριόφωνος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγριόφωνος
|