αδάνειστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδάνειστος < αρχαία ελληνική ἀδάνειστος < α- + δανείζω
Επίθετο
[επεξεργασία]αδάνειστος, -η, -ο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδάνειστος
|