αθορύβητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθορύβητος η αθορύβητη το αθορύβητο
      γενική του αθορύβητου της αθορύβητης του αθορύβητου
    αιτιατική τον αθορύβητο την αθορύβητη το αθορύβητο
     κλητική αθορύβητε αθορύβητη αθορύβητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθορύβητοι οι αθορύβητες τα αθορύβητα
      γενική των αθορύβητων των αθορύβητων των αθορύβητων
    αιτιατική τους αθορύβητους τις αθορύβητες τα αθορύβητα
     κλητική αθορύβητοι αθορύβητες αθορύβητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αθορύβητος < α- στερητικό + θορυβώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αθορύβητος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]