ακασσιτέρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακασσιτέρωτος < α- + κασσιτερώνω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακασσιτέρωτος, -η, -ο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κασσίτερος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακασσιτέρωτος
|