ακατάλυτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακατάλυτος < (ελληνιστική κοινή) ἀκατάλυτος < ἀ- στερητικό + καταλύω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακατάλυτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να καταλυθεί, να καταστραφεί
- οι ακατάλυτοι δεσμοί αίματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακατάλυτος