ακαταίσχυντος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακαταίσχυντος < μεσαιωνική ελληνική ἀκαταίσχυντος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kaˈte.sxin.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐ταί‐σχυ‐ντος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακαταίσχυντος, -η, -ο
- που δεν έχει εξευτελιστεί, που δεν έχει την ιδιότητα του επονείδιστου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακαταίσχυντος
|