αλληλοτροφοδοτούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλληλοτροφοδοτούμενος < αλληλο- + τροφοδοτούμενος
Μετοχή
[επεξεργασία]αλληλοτροφοδοτούμενος
- που τροφοδοτεί ο ένας τον άλλο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλληλοτροφοδοτούμενος
|