αλλότροπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλλότροπος < αρχαία ελληνική ἀλλότροπος < ἄλλος + τρόπος
Επίθετο
[επεξεργασία]αλλότροπος (el), -η, -ο
- αλλότροπο χημικό στοιχείο, με διαφορετική ατομική διάταξη
- που έχει κάποιες ιδιομορφίες ή ιδιοτροπίες
- διαφορετικός, που έχει διαφορετική μορφή ή είναι φτιαγμένος με άλλο τρόπο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλλότροπος (el) αρσενικό, -η, -ο
- για αλλότροπο χημικό στοιχείο που είναι αρσενικό ουσιαστικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Αλλότροπα στη Βικιπαίδεια