αλταζιμουθιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αλταζιμουθιακός, -ή, -ό
- (αστρονομία), (στρατιωτικός όρος), (ναυτικός όρος): ο σχετικός με περιστροφή καθ' ύψος (πάνω - κάτω) και κατά πλευρά (δεξιά - αριστερά)
- αλταζιμουθιακός μηχανισμός πυροβόλου ή τηλεσκοπίου, αλταζιμουθιακή σκόπευση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλταζιμουθιακός
|