αμοιβαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμοιβαίος < αρχαία ελληνική ἀμοιβαῖος,α, ον < ἀμοιβή
Επίθετο
[επεξεργασία]αμοιβαίος -α -ο
- που ενέχει ανταπόδοση (για αφηρημένες έννοιες)
- αμοιβαίες υποχωρήσεις, φιλοφρονήσεις, αμοιβαία αισθήματα, αμοιβαία αντιπάθεια