αμπαρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμπαρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αμπαρώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]αμπαρωμένος, -η, -ο
- που έχει αμπαρωθεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αμπάρα