αμφισεξουαλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμφισεξουαλικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: amphisexual < αρχαία ελληνική ἀμφί + λατινική sexualis (< sexus < πρωτοϊταλική *seksus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séksus < *sek-: κόβω)
Επίθετο
[επεξεργασία]αμφισεξουαλικός
- που εμφανίζει σεξουαλικές συμπεριφορές και προτιμήσεις που χαρακτηρίζουν και τα δύο φύλα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμφισεξουαλικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)