ανάβλεψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάβλεψη | οι | αναβλέψεις |
γενική | της | ανάβλεψης* | των | αναβλέψεων |
αιτιατική | την | ανάβλεψη | τις | αναβλέψεις |
κλητική | ανάβλεψη | αναβλέψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναβλέψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάβλεψη < αρχαία ελληνική ανάβλεψις < αναβλέπω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανάβλεψη θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανάβλεψη
|