ανακατάκτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανακατάκτηση | οι | ανακατακτήσεις |
γενική | της | ανακατάκτησης* | των | ανακατακτήσεων |
αιτιατική | την | ανακατάκτηση | τις | ανακατακτήσεις |
κλητική | ανακατάκτηση | ανακατακτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακατακτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακατάκτηση < ανακατακτώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική reconquête)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανακατάκτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ανακατακτώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανακατάκτηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)