αναμετρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναμετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναμετρώ
Μετοχή
[επεξεργασία]αναμετρημένος
- που έχει αναμετρηθεί με κάτι (μετοχή που δεν χρησιμοποιείται συχνά, ίσως γιατί παραπέμπει στο μετρημένος, το συγκρατημένος, το λιγοστός, ενώ η αναμέτρηση προϋποθέτει σθένος και τόλμη. Χρησιμοποιείται αντί αυτής συνήθως η άκλιτη μετοχή π.χ. στη φράση αναμετρώντας τις δυνάμεις του)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναμετρημένος
|