αναπτερωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπτερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναπτερώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]αναπτερωμένος, -η, -ο και αναφτερωμένος
- που έχει αναπτερωθεί, που έχει ξαναβρεί το ηθικό του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναπτερωμένος
|