αναρριχητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναρριχητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]αναρριχητικός -ή -ό
- που αναρριχάται, που σκαρφαλώνει
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- αναρριχητικό φυτό: φυτό που αναπτύσσεται καθ' ύψος στηριζόμενο ή περιστρεφόμενο γύρω από διάφορα στηρίγματα
- ο κισσός είναι αναρριχητικό φυτό