αναρχοαυτόνομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αναρχοαυτόνομος, -η, -ο
- αναρχικός που δρα αυτόνομα κι όχι οργανωμένα και ομαδικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναρχοαυτόνομος
|