ανασταλτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανασταλτικός < αρχαία ελληνική ἀνασταλτικός < ἀναστέλλω
Επίθετο
[επεξεργασία]ανασταλτικός
- που προκαλεί αναστολή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανασταλτικός