ανασταλτικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασταλτικώς < ανασταλτικός + -ώ
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανασταλτικώς
- με ανασταλτική δράση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αναστέλλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανασταλτικώς
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ανασταλτικώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)