ανασυγκροτημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανασυγκροτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανασυγκροτώ
Μετοχή
[επεξεργασία]ανασυγκροτημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανασυγκροτώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανασυγκροτημένος
|