ανασυρμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανασυρμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανασύρω
Μετοχή
[επεξεργασία]ανασυρμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανασύρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανασυρμένος
|