ανδροπρεπής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανδροπρεπής η ανδροπρεπής το ανδροπρεπές
      γενική του ανδροπρεπούς* της ανδροπρεπούς του ανδροπρεπούς
    αιτιατική τον ανδροπρεπή την ανδροπρεπή το ανδροπρεπές
     κλητική ανδροπρεπή(ς) ανδροπρεπής ανδροπρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανδροπρεπείς οι ανδροπρεπείς τα ανδροπρεπή
      γενική των ανδροπρεπών των ανδροπρεπών των ανδροπρεπών
    αιτιατική τους ανδροπρεπείς τις ανδροπρεπείς τα ανδροπρεπή
     κλητική ανδροπρεπείς ανδροπρεπείς ανδροπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανδροπρεπής < ανδρο- (< άνδρας) + -πρεπής

Επίθετο

[επεξεργασία]

ανδροπρεπής -ής -ές

  • αυτός που προσιδιάζει ή ταιριάζει στην ανδρική όψη ή, συνηθέστερα, συμπεριφορά
ανδροπρεπές ντύσιμο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]