ανειμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανειμένος < αρχαία ελληνική ἀνειμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀνίημι < ἀνά + ἵημι
Μετοχή
[επεξεργασία]ανειμένος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) (κυριολεκτικά) που τον χαρακτηρίζει χαλαρότητα
- (αρχαιοπρεπές) (μεταφορικά) που τον χαρακτηρίζει χαλαρότητα (στη συνείδηση ή την συμπεριφορά)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη άνεση