ανεμιστήρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανεμιστήρι τα ανεμιστήρια
      γενική του ανεμιστηριού των ανεμιστηριών
    αιτιατική το ανεμιστήρι τα ανεμιστήρια
     κλητική ανεμιστήρι ανεμιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεμιστήρι < (ανεμίζω) ανεμισ- + -τήρι. Δείτε και ανεμιστήρας

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ne.miˈsti.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μι‐στή‐ρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανεμιστήρι ουδέτερο

  1. αντικείμενο που χρησιμοποιείται με το χέρι για να αερίζει το πρόσωπο
  2. (λαϊκότροπο) μικρός ανεμιστήρας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]