ανεπιτήδειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεπιτήδειος < αρχαία ελληνική ἀνεπιτήδειος
Επίθετο
[επεξεργασία]ανεπιτήδειος, -α, -ο
- που δεν τα καταφέρνει καλά σε κάτι, δεν είναι επιτήδειος