ανερώτευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανερώτευτος < αν- + ερωτεύομαι + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανερώτευτος, -η, -ο
Δείτε επίσης : ανέρωτος |
ανερώτευτος, -η, -ο