αντιδογματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιδογματικός < αντι- + δογματικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αντιδογματικός, -ή, -ό
- (λόγιο) αντίθετος του δογματικού, που αντιτίθεται στον δογματισμό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιδογματίζω
- αντιδογματικά
- αντιδογματισμός
- → δείτε τις λέξεις αντί και δόγμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιδογματικός