αντιεπαγγελματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιεπαγγελματικός < αντι- + επαγγελματικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /an.di.e.paŋ.ɟel.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐ε‐παγ‐γελ‐μα‐τι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]αντιεπαγγελματικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που δεν είναι επαγγελματικός
- ↪ αντιεπαγγελματική συμπεριφορά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιεπαγγελματικός
Πηγές
[επεξεργασία]- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr