αντιλόπη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιλόπη οι αντιλόπες
      γενική της αντιλόπης
    αιτιατική την αντιλόπη τις αντιλόπες
     κλητική αντιλόπη αντιλόπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιλόπη < γαλλική antilope < μεσαιωνική ελληνική ἀνθόλοψ (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
αρσενικές και θηλυκές αντιλόπες

αντιλόπη θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]