αντιμονιούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αντιμονιούχος, -α, -ο
- (χημεία) χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο αντιμονίου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιμονιούχος