αντιμυστικιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιμυστικιστικός < αντι- + μυστικιστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antimystical)
Επίθετο
[επεξεργασία]αντιμυστικιστικός
- που δεν είναι μυστικιστικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μυστικισμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιμυστικιστικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)