αντλησιοταμιευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντλησιοταμιευτικός < αντλησιοταμίευση + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αντλησιοταμιευτικός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με την αντλησιοταμίευση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντλησιοταμιευτικός
|