ανυψούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανυψούμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή : συνηρημένη μετοχή ἀνυψούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἀνυψῶ του ἀνυψόω → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.niˈpsu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νυ‐ψού‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
ανυψούμενος, -η, -ο
- (λόγιο) άλλη μορφή του ανυψωνόμενος
- ↪ ανυψούμενο χιόνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανυψούμενος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)