απαλάμιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαλάμιστος < α- + παλαμίζ(ω) + -τος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.paˈla.mi.stos/
Επίθετο
[επεξεργασία]απαλάμιστος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη παλάμη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απαλάμιστος
|