απαντημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαντημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαντώ
Μετοχή
[επεξεργασία]απαντημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη απαντώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απαντημένος
|