απειράριθμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.piˈɾa.ɾi.θmos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /a.piˈɾa.ɾi.θmi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /a.piˈɾa.ɾi.θmo/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]απειράριθμος, -η, -ο
- που είναι άπειρος στον αριθμό, που δεν μπορεί να μετρηθεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απειράριθμος
|