απλοελληνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]απλοελληνικός, -ή, -ο
- που λέγεται σε απλή ελληνική γλώσσα
- (ουσιαστικοποιημένο) η απλοελληνική: η απλή νεοελληνική γλώσσα
- ≈ συνώνυμα: τα απλοελληνικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απλοελληνικά (επίρρημα)
- απλοελληνικά (ουσιαστικό)
- απλοελληνική
- → δείτε τις λέξεις απλός και Έλληνας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απλοελληνικός
|