απλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απλώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]απλωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη απλώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απλωμένος
|