αποσκωριωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποσκωριωτής αρσενικό
- (νεολογισμός) συσκευή ή μέθοδος που απομακρύνει τη σκωρία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποσκωριωτής
|