-ωτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: -ωτῆς, -ώτης

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
-ωτής (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ωτής

Επίθημα

[επεξεργασία]

-ωτής αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
-ωτής: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθήματος

[επεξεργασία]

-ωτής



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-ωτής: → δείτε τη λέξη -τής, αρχικά σε ρήματα κλίσης -όω, όπως • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθημα

[επεξεργασία]

-ωτής αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]