αποτελματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποτελματικός < αποτελματώνω + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αποτελματικός, -ή, -ό
- (λόγιο) (σπάνιο) που έχει σχέση με την αποτελμάτωση, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αποτελματώνω και τέλμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποτελματικός
|