αριβιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αριβιστικός < αριβίστ(ας) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αριβιστικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τον αριβισμό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αριβιστικός
|