αρκούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αρκούμενος, -η, -ο
- αυτός που αρκείται σε κάτι σχετικά λίγο, καθώς αρκείται
- Ο δικηγόρος σε πρώτη φάση δεν ζήτησε να υπογραφεί το κείμενο, αρκούμενος στην προφορική συναίνεση των συμβαλλομένων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρκούμενος
|