αρχαιόπρεπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρχαιόπρεπος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]αρχαιόπρεπος, -η, -ο
- ο μιμούμενος αρχαία πρότυπα, ο αρχαιοπρεπής
- ※ Ο θρήνος του είναι ένας λιτός, αρχαιόπρεπος θρήνος (Νέα Εστία, τόμος 46, 1949, σελ. 1269)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρχαιόπρεπος
|