αρχετυπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχετυπικός < (ελληνιστική κοινή) *ἀρχετυπικός (βλ. ἀρχετυπικῶς)
Επίθετο[επεξεργασία]
αρχετυπικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχετυπικός